- χειραγωγήσει
- χειραγωγέωlead by the handaor subj act 3rd sg (epic)χειραγωγέωlead by the handfut ind mid 2nd sgχειραγωγέωlead by the handfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπαγανδιστικός — ή, ό, Ν [προπαγανδίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαγάνδα ή που γίνεται για προπαγάνδα (α. «προπαγανδιστική εκδήλωση» β. «προπαγανδιστικά φυλλάδια») 2. φρ. «προπαγανδιστική τέχνη» τέχνη που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει, να… … Dictionary of Greek